ΓΙΑΤΡΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΕΝΝΗ
Οἱ δρόμοι στὴν Ἀμμόχωστο κατεβαίνουν πρὸς τὴ θάλασσα καὶ δείχνουν τὴν Ἀνατολή. Στὰ 1918 – ἀρχὴ τῆς ἱστορίας μας – τὰ περιβόλια μὲ τὰ ξινόδεντρα καὶ τὰ χωράφια μὲ τὸ στάρι ἔζωναν τὴν ξακουσμένη Φαμαγκούστα, ὅπως τὴ γράφουν οἱ βενετσιάνικοι χάρτες. Στοὺς δρόμους τῆς Βιέννης ἀνοιγοκλείνουν οἱ πόρτες ἀπὸ τὰ καφενεῖα καὶ τὶς ταβέρνες, βγαίνει ζέστη καὶ καπνός, μπαίνουν οἱ φοιτητὲς καὶ οἱ χαροκόποι. Τὸ Ἴνσμπρουκ παγώνει ἥσυχα τὶς νύχτες κάτω ἀπὸ τ’ ἀσπροντυμένα τυρολέζικα βουνά. Τὰ ρολόγια στὶς βιτρίνες τῆς Bahnhofstrasse τῆς Ζυρίχης μετροῦν τὸ χρόνο τοῦ πλανήτη. Ὁ πόλεμος χτυπᾶ τὴν Κεντρικὴ Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀθήνα χτίζονται θεσμοὶ ποὺ θὰ γκρεμιστοῦν στὸ πέρασμά του. Ἡ Λεμεσός, στὰ 1944, κρατάει τὴ ζωὴ στὰ χέρια της, καλομαθημένοι ἔμποροι καὶ Ἄγγλοι ἀποικιοκράτες δίνουν ἐκεῖ τὸν τόνο τοῦ κοσμοπολιτισμοῦ. Στὴν Ἀλεξάνδρεια γῆ, παραπόταμοι, φοινικιές, ξόρκια, γαλάζια γραμμὴ τοῦ θαλάσσιου ὁρίζοντα καὶ τὸ Σῶμα τοῦ Μακεδόνα βασιλιᾶ κάτω ἀπὸ κάθε σβῶλο χῶμα. Τὰ βράδια ἡ θάλασσα παίζει πάντα μὲ τοὺς ξύλινους πασσάλους ποὺ στηρίζουν τὸ «Ἀκταῖον», πάλι στὴ Λεμεσό, κι ἀπὸ πάνω ὀργιάζει ἡ σάμπα, τὸ φὸξ-τρότ, τὸ φεγγάρι.
Ἡ διήγηση τῆς Νίκης Μαραγκοῦ εἶναι μιὰ μοναδικὴ ἀποτύπωση αὐτῆς τῆς ἐποχῆς. Ξεκινᾶ ἀπὸ τὶς ἐξιστορήσεις καὶ τὶς σημειώσεις τοῦ πατέρα της, συμπληρώνει μὲ ἔρευνα καὶ φαντασία καὶ συνθέτει ἕνα βιβλίο γιὰ τὶς ταραγμένες δεκαετίες τοῦ Μεσοπολέμου, ποὺ συνιστᾶ ἐντέλει ἱστορικὴ πηγή.Ἕνας νέος ἀπὸ τὴν Ἀμμόχωστο σπουδάζει γιατρὸς-χειροῦργος στὴ μεγάλη Ἰατρικὴ Σχολὴ τῆς Βιέννης. Δὲν ἔχει πόρους, εἶναι ξένος μὰ ἐγκλιματίζεται καὶ διαπρέπει στὶς σπουδές, στὴν ἐπιστήμη, στὸν ἔρωτα. Συνηθισμένη ἑλληνικὴ περίπτωση. Μαζὶ μὲ τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς του παρακολουθοῦμε πῶς μεγάλωσε μὲς στὴν καρδιὰ τοῦ μήλου – Αὐστρία καὶ Γερμανία – τὸ σκουλήκι ποὺ τὸ ἔφαγε: ὁ φασισμὸς ποὺ λεγόταν ναζισμός. Διωγμένος ἀπὸ τὸ μαῦρο σύννεφο τοῦ πολέμου ὁ γιατρὸς ριζώνει τελικὰ στὸ νότιο γυρογιάλι τῆς Κύπρου, ταιριάζει μὲ μιὰ γυναίκα, ἀνακαλύπτει πὼς «τὴν ἀπόλυτη ἀνοιχτοσύνη», ὅποιος τὴν ἔχει, «μπορεῖ νὰ τὴν κουβαλάει παντοῦ». Συγκίνηση δὲν εἶναι ἡ φρίκη, μοιάζει νὰ λέει ἡ Νίκη Μαραγκοῦ καθὼς διηγεῖται μιλητά, μὲ τὴν παλιὰ τέχνη τῆς ραψωδίας, μιὰ ἱστορία μὲ πολλὲς φουρτοῦνες καὶ καλὸ τέλος.
Οἱ δρόμοι στὴν Ἀμμόχωστο κατεβαίνουν πρὸς τὴ θάλασσα καὶ δείχνουν τὴν Ἀνατολή. Στὰ 1918 – ἀρχὴ τῆς ἱστορίας μας – τὰ περιβόλια μὲ τὰ ξινόδεντρα καὶ τὰ χωράφια μὲ τὸ στάρι ἔζωναν τὴν ξακουσμένη Φαμαγκούστα, ὅπως τὴ γράφουν οἱ βενετσιάνικοι χάρτες. Στοὺς δρόμους τῆς Βιέννης ἀνοιγοκλείνουν οἱ πόρτες ἀπὸ τὰ καφενεῖα καὶ τὶς ταβέρνες, βγαίνει ζέστη καὶ καπνός, μπαίνουν οἱ φοιτητὲς καὶ οἱ χαροκόποι. Τὸ Ἴνσμπρουκ παγώνει ἥσυχα τὶς νύχτες κάτω ἀπὸ τ’ ἀσπροντυμένα τυρολέζικα βουνά. Τὰ ρολόγια στὶς βιτρίνες τῆς Bahnhofstrasse τῆς Ζυρίχης μετροῦν τὸ χρόνο τοῦ πλανήτη. Ὁ πόλεμος χτυπᾶ τὴν Κεντρικὴ Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀθήνα χτίζονται θεσμοὶ ποὺ θὰ γκρεμιστοῦν στὸ πέρασμά του. Ἡ Λεμεσός, στὰ 1944, κρατάει τὴ ζωὴ στὰ χέρια της, καλομαθημένοι ἔμποροι καὶ Ἄγγλοι ἀποικιοκράτες δίνουν ἐκεῖ τὸν τόνο τοῦ κοσμοπολιτισμοῦ. Στὴν Ἀλεξάνδρεια γῆ, παραπόταμοι, φοινικιές, ξόρκια, γαλάζια γραμμὴ τοῦ θαλάσσιου ὁρίζοντα καὶ τὸ Σῶμα τοῦ Μακεδόνα βασιλιᾶ κάτω ἀπὸ κάθε σβῶλο χῶμα. Τὰ βράδια ἡ θάλασσα παίζει πάντα μὲ τοὺς ξύλινους πασσάλους ποὺ στηρίζουν τὸ «Ἀκταῖον», πάλι στὴ Λεμεσό, κι ἀπὸ πάνω ὀργιάζει ἡ σάμπα, τὸ φὸξ-τρότ, τὸ φεγγάρι.
Ἡ διήγηση τῆς Νίκης Μαραγκοῦ εἶναι μιὰ μοναδικὴ ἀποτύπωση αὐτῆς τῆς ἐποχῆς. Ξεκινᾶ ἀπὸ τὶς ἐξιστορήσεις καὶ τὶς σημειώσεις τοῦ πατέρα της, συμπληρώνει μὲ ἔρευνα καὶ φαντασία καὶ συνθέτει ἕνα βιβλίο γιὰ τὶς ταραγμένες δεκαετίες τοῦ Μεσοπολέμου, ποὺ συνιστᾶ ἐντέλει ἱστορικὴ πηγή.Ἕνας νέος ἀπὸ τὴν Ἀμμόχωστο σπουδάζει γιατρὸς-χειροῦργος στὴ μεγάλη Ἰατρικὴ Σχολὴ τῆς Βιέννης. Δὲν ἔχει πόρους, εἶναι ξένος μὰ ἐγκλιματίζεται καὶ διαπρέπει στὶς σπουδές, στὴν ἐπιστήμη, στὸν ἔρωτα. Συνηθισμένη ἑλληνικὴ περίπτωση. Μαζὶ μὲ τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς του παρακολουθοῦμε πῶς μεγάλωσε μὲς στὴν καρδιὰ τοῦ μήλου – Αὐστρία καὶ Γερμανία – τὸ σκουλήκι ποὺ τὸ ἔφαγε: ὁ φασισμὸς ποὺ λεγόταν ναζισμός. Διωγμένος ἀπὸ τὸ μαῦρο σύννεφο τοῦ πολέμου ὁ γιατρὸς ριζώνει τελικὰ στὸ νότιο γυρογιάλι τῆς Κύπρου, ταιριάζει μὲ μιὰ γυναίκα, ἀνακαλύπτει πὼς «τὴν ἀπόλυτη ἀνοιχτοσύνη», ὅποιος τὴν ἔχει, «μπορεῖ νὰ τὴν κουβαλάει παντοῦ». Συγκίνηση δὲν εἶναι ἡ φρίκη, μοιάζει νὰ λέει ἡ Νίκη Μαραγκοῦ καθὼς διηγεῖται μιλητά, μὲ τὴν παλιὰ τέχνη τῆς ραψωδίας, μιὰ ἱστορία μὲ πολλὲς φουρτοῦνες καὶ καλὸ τέλος.
Οἱ δρόμοι στὴν Ἀμμόχωστο κατεβαίνουν πρὸς τὴ θάλασσα καὶ δείχνουν τὴν Ἀνατολή. Στὰ 1918 – ἀρχὴ τῆς ἱστορίας μας – τὰ περιβόλια μὲ τὰ ξινόδεντρα καὶ τὰ χωράφια μὲ τὸ στάρι ἔζωναν τὴν ξακουσμένη Φαμαγκούστα, ὅπως τὴ γράφουν οἱ βενετσιάνικοι χάρτες. Στοὺς δρόμους τῆς Βιέννης ἀνοιγοκλείνουν οἱ πόρτες ἀπὸ τὰ καφενεῖα καὶ τὶς ταβέρνες, βγαίνει ζέστη καὶ καπνός, μπαίνουν οἱ φοιτητὲς καὶ οἱ χαροκόποι. Τὸ Ἴνσμπρουκ παγώνει ἥσυχα τὶς νύχτες κάτω ἀπὸ τ’ ἀσπροντυμένα τυρολέζικα βουνά. Τὰ ρολόγια στὶς βιτρίνες τῆς Bahnhofstrasse τῆς Ζυρίχης μετροῦν τὸ χρόνο τοῦ πλανήτη. Ὁ πόλεμος χτυπᾶ τὴν Κεντρικὴ Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀθήνα χτίζονται θεσμοὶ ποὺ θὰ γκρεμιστοῦν στὸ πέρασμά του. Ἡ Λεμεσός, στὰ 1944, κρατάει τὴ ζωὴ στὰ χέρια της, καλομαθημένοι ἔμποροι καὶ Ἄγγλοι ἀποικιοκράτες δίνουν ἐκεῖ τὸν τόνο τοῦ κοσμοπολιτισμοῦ. Στὴν Ἀλεξάνδρεια γῆ, παραπόταμοι, φοινικιές, ξόρκια, γαλάζια γραμμὴ τοῦ θαλάσσιου ὁρίζοντα καὶ τὸ Σῶμα τοῦ Μακεδόνα βασιλιᾶ κάτω ἀπὸ κάθε σβῶλο χῶμα. Τὰ βράδια ἡ θάλασσα παίζει πάντα μὲ τοὺς ξύλινους πασσάλους ποὺ στηρίζουν τὸ «Ἀκταῖον», πάλι στὴ Λεμεσό, κι ἀπὸ πάνω ὀργιάζει ἡ σάμπα, τὸ φὸξ-τρότ, τὸ φεγγάρι.
Ἡ διήγηση τῆς Νίκης Μαραγκοῦ εἶναι μιὰ μοναδικὴ ἀποτύπωση αὐτῆς τῆς ἐποχῆς. Ξεκινᾶ ἀπὸ τὶς ἐξιστορήσεις καὶ τὶς σημειώσεις τοῦ πατέρα της, συμπληρώνει μὲ ἔρευνα καὶ φαντασία καὶ συνθέτει ἕνα βιβλίο γιὰ τὶς ταραγμένες δεκαετίες τοῦ Μεσοπολέμου, ποὺ συνιστᾶ ἐντέλει ἱστορικὴ πηγή.Ἕνας νέος ἀπὸ τὴν Ἀμμόχωστο σπουδάζει γιατρὸς-χειροῦργος στὴ μεγάλη Ἰατρικὴ Σχολὴ τῆς Βιέννης. Δὲν ἔχει πόρους, εἶναι ξένος μὰ ἐγκλιματίζεται καὶ διαπρέπει στὶς σπουδές, στὴν ἐπιστήμη, στὸν ἔρωτα. Συνηθισμένη ἑλληνικὴ περίπτωση. Μαζὶ μὲ τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς του παρακολουθοῦμε πῶς μεγάλωσε μὲς στὴν καρδιὰ τοῦ μήλου – Αὐστρία καὶ Γερμανία – τὸ σκουλήκι ποὺ τὸ ἔφαγε: ὁ φασισμὸς ποὺ λεγόταν ναζισμός. Διωγμένος ἀπὸ τὸ μαῦρο σύννεφο τοῦ πολέμου ὁ γιατρὸς ριζώνει τελικὰ στὸ νότιο γυρογιάλι τῆς Κύπρου, ταιριάζει μὲ μιὰ γυναίκα, ἀνακαλύπτει πὼς «τὴν ἀπόλυτη ἀνοιχτοσύνη», ὅποιος τὴν ἔχει, «μπορεῖ νὰ τὴν κουβαλάει παντοῦ». Συγκίνηση δὲν εἶναι ἡ φρίκη, μοιάζει νὰ λέει ἡ Νίκη Μαραγκοῦ καθὼς διηγεῖται μιλητά, μὲ τὴν παλιὰ τέχνη τῆς ραψωδίας, μιὰ ἱστορία μὲ πολλὲς φουρτοῦνες καὶ καλὸ τέλος.
Σχῆμα 15 x 23, σελ. 200, ISBN 960 – 7360 – 64 – 8
Ἐκδόσεις Τὸ Ροδακιό, Ἰούλιος 2003 – μυθιστόρημα –