ΜΙΑ ΣΤΡΩΣΗ ΑΜΜΟΥ
«Κάποια μέρα, ξεφυλλίζοντας τα βιβλία, έπεσα πάνω σ’ ένα με μικρά σχέδια γαλάζια και κεραμιδιά, φοίνικες, μαίανδρους, μπαλκόνια, που κοσμούσαν κάποια περίεργα ποιήματα, μόλις είχα μπει τότε στο γυμνάσιο, ένιωθα μια κρυφή απόλαυση διαβάζοντάς τα, τόσο που μου ‘γινε συνήθειο σαν άδειαζε το σπίτι να κατεβαίνω στη βιβλιοθήκη και να διαβάζω αυτά και όχι άλλα, τότε άρχισα σ’ ένα τετράδιο να αντιγράφω τα ποιήματα, στην αρχή τα αντέγραφα πιστά, ύστερα άρχισα να κάνω παραλλάγές, κι αυτές τις παραλλαγές τις νόμιζα δικά μου γραψίματα. Έτσι άρχισα να γράφω. Μερικά χρόνια αργότερα ο Μήτσος μου χάρισε το βιβλίο με τα ποιήματα του Καβάφη, ήταν η πρώτη έκδοση του 1935 με τα σχέδια του Τάκη Καλμούχου, αυτό είναι και το μόνο βιβλίο που διασώθηκε από τη βιβλιοθήκη, από το 1974 που ο τουρκικός στρατός μπήκε στην Αμμόχωστο δε μάθαμε ποτέ τίποτα, ούτε για το σπίτι, ούτε για τα βιβλία, το μόνο σίγουρο είναι ότι η περιοχή δεν έχει κατοικηθεί, σίγουρα θα ‘χει χορταριάσει η βεράντα και τα βιβλία, αν είναι ακόμα εκεί, θα ‘χουν καλυφθεί με μια στρώση άμμου.»
Δέκα διηγήματα που γράφτηκαν στη δεκαετία του ’80 σημαδεύουν τη στροφή της ποιήτριας ώς τότε Νίκης Μαραγκού στην πεζογραφία. Η τρυφερή της ματιά συνάζει από την καθημερινότητα ενός τόπου με πολύ πρόσφατο τραγικό παρελθόν τις λεπτομέρειες εκείνες που μαρτυρούν αγάπη για τη ζωή, αγάπη για τον άνθρωπο αγάπη για την ομορφιά, ανεξικακία, αμεροληψία και δικαιοσύνη. Η γλώσσα είναι ευλύγιστη και καλοπλασμένη, το χιούμορ απαλύνει τα στενάχωρα προικιά των ηρώων, όπως οι γλάστρες με τα γεράνια και τους κατιφέδες ομορφαίνουν την αυλή του πιο φτωχικού σπιτιού, η πραγματικότητα δένει γερά με την πνευματικότητα. Υπόδειγμα γραφής και γνώσης.
«Κάποια μέρα, ξεφυλλίζοντας τα βιβλία, έπεσα πάνω σ’ ένα με μικρά σχέδια γαλάζια και κεραμιδιά, φοίνικες, μαίανδρους, μπαλκόνια, που κοσμούσαν κάποια περίεργα ποιήματα, μόλις είχα μπει τότε στο γυμνάσιο, ένιωθα μια κρυφή απόλαυση διαβάζοντάς τα, τόσο που μου ‘γινε συνήθειο σαν άδειαζε το σπίτι να κατεβαίνω στη βιβλιοθήκη και να διαβάζω αυτά και όχι άλλα, τότε άρχισα σ’ ένα τετράδιο να αντιγράφω τα ποιήματα, στην αρχή τα αντέγραφα πιστά, ύστερα άρχισα να κάνω παραλλάγές, κι αυτές τις παραλλαγές τις νόμιζα δικά μου γραψίματα. Έτσι άρχισα να γράφω. Μερικά χρόνια αργότερα ο Μήτσος μου χάρισε το βιβλίο με τα ποιήματα του Καβάφη, ήταν η πρώτη έκδοση του 1935 με τα σχέδια του Τάκη Καλμούχου, αυτό είναι και το μόνο βιβλίο που διασώθηκε από τη βιβλιοθήκη, από το 1974 που ο τουρκικός στρατός μπήκε στην Αμμόχωστο δε μάθαμε ποτέ τίποτα, ούτε για το σπίτι, ούτε για τα βιβλία, το μόνο σίγουρο είναι ότι η περιοχή δεν έχει κατοικηθεί, σίγουρα θα ‘χει χορταριάσει η βεράντα και τα βιβλία, αν είναι ακόμα εκεί, θα ‘χουν καλυφθεί με μια στρώση άμμου.»
Δέκα διηγήματα που γράφτηκαν στη δεκαετία του ’80 σημαδεύουν τη στροφή της ποιήτριας ώς τότε Νίκης Μαραγκού στην πεζογραφία. Η τρυφερή της ματιά συνάζει από την καθημερινότητα ενός τόπου με πολύ πρόσφατο τραγικό παρελθόν τις λεπτομέρειες εκείνες που μαρτυρούν αγάπη για τη ζωή, αγάπη για τον άνθρωπο αγάπη για την ομορφιά, ανεξικακία, αμεροληψία και δικαιοσύνη. Η γλώσσα είναι ευλύγιστη και καλοπλασμένη, το χιούμορ απαλύνει τα στενάχωρα προικιά των ηρώων, όπως οι γλάστρες με τα γεράνια και τους κατιφέδες ομορφαίνουν την αυλή του πιο φτωχικού σπιτιού, η πραγματικότητα δένει γερά με την πνευματικότητα. Υπόδειγμα γραφής και γνώσης.
«Κάποια μέρα, ξεφυλλίζοντας τα βιβλία, έπεσα πάνω σ’ ένα με μικρά σχέδια γαλάζια και κεραμιδιά, φοίνικες, μαίανδρους, μπαλκόνια, που κοσμούσαν κάποια περίεργα ποιήματα, μόλις είχα μπει τότε στο γυμνάσιο, ένιωθα μια κρυφή απόλαυση διαβάζοντάς τα, τόσο που μου ‘γινε συνήθειο σαν άδειαζε το σπίτι να κατεβαίνω στη βιβλιοθήκη και να διαβάζω αυτά και όχι άλλα, τότε άρχισα σ’ ένα τετράδιο να αντιγράφω τα ποιήματα, στην αρχή τα αντέγραφα πιστά, ύστερα άρχισα να κάνω παραλλάγές, κι αυτές τις παραλλαγές τις νόμιζα δικά μου γραψίματα. Έτσι άρχισα να γράφω. Μερικά χρόνια αργότερα ο Μήτσος μου χάρισε το βιβλίο με τα ποιήματα του Καβάφη, ήταν η πρώτη έκδοση του 1935 με τα σχέδια του Τάκη Καλμούχου, αυτό είναι και το μόνο βιβλίο που διασώθηκε από τη βιβλιοθήκη, από το 1974 που ο τουρκικός στρατός μπήκε στην Αμμόχωστο δε μάθαμε ποτέ τίποτα, ούτε για το σπίτι, ούτε για τα βιβλία, το μόνο σίγουρο είναι ότι η περιοχή δεν έχει κατοικηθεί, σίγουρα θα ‘χει χορταριάσει η βεράντα και τα βιβλία, αν είναι ακόμα εκεί, θα ‘χουν καλυφθεί με μια στρώση άμμου.»
Δέκα διηγήματα που γράφτηκαν στη δεκαετία του ’80 σημαδεύουν τη στροφή της ποιήτριας ώς τότε Νίκης Μαραγκού στην πεζογραφία. Η τρυφερή της ματιά συνάζει από την καθημερινότητα ενός τόπου με πολύ πρόσφατο τραγικό παρελθόν τις λεπτομέρειες εκείνες που μαρτυρούν αγάπη για τη ζωή, αγάπη για τον άνθρωπο αγάπη για την ομορφιά, ανεξικακία, αμεροληψία και δικαιοσύνη. Η γλώσσα είναι ευλύγιστη και καλοπλασμένη, το χιούμορ απαλύνει τα στενάχωρα προικιά των ηρώων, όπως οι γλάστρες με τα γεράνια και τους κατιφέδες ομορφαίνουν την αυλή του πιο φτωχικού σπιτιού, η πραγματικότητα δένει γερά με την πνευματικότητα. Υπόδειγμα γραφής και γνώσης.
Ζωγραφιά στο εξώφυλλο: ΝΙΚΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥ
Σχήμα 15 × 23 εκ., σελ. 64, ISBN 978-618-5248-40-6
Εκδόσεις Το Ροδακιό, Ιανουάριος 2020 – διηγήματα –